- στέαρ
- -ατος, το, ΝΜΑ, και στέας Μ, και στεῑαρ, -είατος, και στῆρ, στητός Ατο στερεό και συμπαγές λίπος τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο στέαρ» β. «οὔτε πιμελήν οὔτε στέαρ», Αριστοτ.γ. «ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν», Ομ. Οδ.)αρχ.1. οποιοδήποτε είδος ζωικού λίπους (α. «στέαρ δελφίνων», Ξεν.β. «στέαρ τῆς ἄρκτου», Θεόφρ.)2. φύραμα, ζύμη από αλεύρι ζειάς, μονόκοκκου σιταριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκό ουδ. σε -αρ (πρβλ. ἧπ-αρ, οὖθ-αρ, πῖαρ) που ανάγεται σε ΙΕ τ. *stāiŗ «πηχτός, συμπαγής» και συνδέεται με το αβεστ. stā(y)- «μάζα, σωρός» και το αρχ. ινδ. styāna- «συμπαγής» (βλ. και λ. στία). Ο τ. στέᾱρ έχει σχηματιστεί με αντιμεταχώρηση από αμάρτυρο τ. *στᾱy-αρ (από όπου και επίσης αμάρτυρος ιων. τ. *στῆ-αρ). Παράλληλα με τον τ. στέαρ, στέατος μαρτυρείται στους παπύρους τής ελληνιστικής εποχής ο συνηρημένος τ. στῆρ, στητός].
Dictionary of Greek. 2013.